- ἐναπολογήσασθαι
- ἐναπολογέομαιdefend oneself inaor inf mpἐναπολογέομαιdefend oneself inaor inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναπολογούμαι — ἐναπολογοῡμαι ( έομαι) (Α) απολογούμαι, υπερασπίζω τον εαυτό μου («παραδίδωμι τὴν εἰς ἐμαυτὸν τιμωρίαν ἐναπολογήσασθαι τῇ πόλει πρὸς τοὺς Ἕλληνες», Αισχίν.) … Dictionary of Greek